- συχαρίκια
- τα / συγχαρίκια, ΝΜ, και συγχαρίκεια Μ1. δώρο σε αυτόν που φέρνει ευχάριστα νέανεοελλ.1. (κατ' επέκτ.) ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις2. συγχαρητήρια3. φρ. «πάρ' τη σκούφια μου συχαρίκια» ή «βγάλε το σκουλαρίκι σου και δώσ' το για τα συχαρίκια»ειρων. λέγεται για ασήμαντη ή εντελώς αδιάφορη είδηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού μσν. συχαρίκιν < θ. συγχαρ- τού συγχαίρω (πρβλ. υποτ. αορ. τού συγχαρώ) + υποκορ. κατάλ. -ίκι(ο)ν].
Dictionary of Greek. 2013.