συχαρίκια

συχαρίκια
τα / συγχαρίκια, ΝΜ, και συγχαρίκεια Μ
1. δώρο σε αυτόν που φέρνει ευχάριστα νέα
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις
2. συγχαρητήρια
3. φρ. «πάρ' τη σκούφια μου συχαρίκια» ή «βγάλε το σκουλαρίκι σου και δώσ' το για τα συχαρίκια»
ειρων. λέγεται για ασήμαντη ή εντελώς αδιάφορη είδηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού μσν. συχαρίκιν < θ. συγχαρ- τού συγχαίρω (πρβλ. υποτ. αορ. τού συγχαρώ) + υποκορ. κατάλ. -ίκι(ο)ν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συχαρίκια — τα φιλοδώρημα σ αυτόν που πρώτος αναγγέλλει ένα ευχάριστο νέο: Τρέξε να πάρεις τα συχαρίκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • συγχαρίκια — ή συγχαρίκεια, τὰ, Μ βλ. συχαρίκια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”